- ναυτιλιακός
- [нафтилиакос] επ. навигационный, относящийся к мореплаванию,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ναυτιλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτιλία: Ναυτιλιακός πράκτορας. – Ναυτιλιακά γραφεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτιλιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτιλία ή αυτός που προέρχεται από τη ναυτιλία 2. φρ. α) «ναυτιλιακά δικαιώματα» ή «ναυτιλιακά τέλη» τα διάφορα τέλη και δικαιώματα που καταβάλλονται για τη χρησιμοποίηση τών ελληνικών λιμανιών από πλοία … Dictionary of Greek